Κωρυκίδες

Κωρυκίδες
Κωρύκιος
fem nom/voc pl
Κωρυκίς
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κωρυκίδες — κωρυκίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κωρύκειον — Όνομα δύο σπηλαίων της αρχαιότητας. 1. Σπήλαιο στον Παρνασσό, το οποίο ταυτίζεται με το σημερινό Σαρανταύλι ή Σαραύλι. Οφείλει την ονομασία του στη νύμφη Κωρύκε(ι)α, με την οποία ο Απόλλωνας απέκτησε τον Λυκωρέα. Ήταν αφιερωμένο στον Πάνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”